Damn Right I Got The Blues
Το Ράγκταϊμ ήταν μια μουσική εύθυμη και ανάλαφρη. Τα Spirituals υπήρξαν μουσικές δοξολογίες. Τα εργατικά τραγούδια μια μορφή αποδοχής του πεπρωμένου. Τα θεατρικά Minstrel Shows χοντροκομμένες σάτιρες μαζικής αποδοχής. Η συμφωνική ευρωπαϊκή μουσική μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις τάξεις. Τα στρατιωτικά εμβατήρια προσδεδεμένα στον σκοπό του πολέμου. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όλες οι μουσικές που κυριαρχούσαν στον 19ο και στις αρχές του Εικοστού αιώνα επιβεβαίωναν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τους καιρούς τους· πήγαιναν με το κύμα· έλεγαν σε όλα Ναι.
Μα καταμεσής όλων αυτών των μουσικών της μοίρας, είχε κάνει την εμφάνισή του ένα νέο μουσικό είδος. Σκόπιμα ατημέλητο, άγριο στη μορφή, ωμό στην έκφραση. Εκεί που οι άλλοι έλεγαν σε όλα Ναι, εκείνο ύψωνε ένα μεσαίο δάχτυλο μακρύ σαν μια κιθάρα. Αγαπούσε το ποτό και τη ζωή του δρόμου. Ήθελε ν’ αρέσει στις γυναίκες, μα κατά βάθος ήταν βαθιά μοναχικό. Και εξέφραζε τον πόνο του με νότες, τον καημό του με στίχους. Και τα λόγια του δεν εξωράιζαν την πραγματικότητα – παρά την αποκάλυπταν ως είναι, ξεγυμνωμένη και υγρή κάτω από τα υποκριτικά της πανωφόρια.
Ήταν το ανόσιο αδερφάκι των Spirituals και ο απελευθερωμένος ξάδερφος των καθυποταγμένων Εργατικών Τραγουδιών. Ήταν η αυθεντικότερη λαϊκή μουσική των μαύρων της γενιάς του, που έφτυνε στα μούτρα τα στερεότυπα των λευκών παραμυθάδων. Και έμοιαζε με κάποιο ρεαλιστικό πίνακα ζωγραφικής, κάποιο έργο του Κουρμπέ ή του Μιγέ, από εκείνα που παρουσίαζαν την πραγματικότητα στην αληθινή της διάσταση, φανερώνοντας τον αγώνα και τον πόνο των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων.
Και το όνομά του ήταν Blues. Η μουσική που έκανε συμφωνία με τον Διάβολο και έσπειρε γύρω της τους σπόρους τους παραδείσου. Τους σπόρους της μουσικής του 20ου αιώνα, οι ρίζες της οποίας βρίσκονται κάπου στα βάθη του Μισσισσιππή, αγκυλωμένες στις πλάτες μιας περιπλανώμενης κιθάρας.
Όλες οι μουσικές που αναφέραμε ως τώρα συνέβαλαν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στη δημιουργία της Τζαζ. Μα η σούπα χρειαζόταν ένα ακόμα βασικό συστατικό, προκειμένου να αποκτήσει τη νοστιμάδα της – και αυτό ήταν τα Μπλουζ.
Οι ρίζες τους χάνονται κάπου στα βάθη του 19ου αιωνα – άγνωστο πότε ακριβώς ξεκίνησαν, καθώς τότε, βλέπετε, δεν υπήρχαν ηχογραφημένες μαρτυρίες και τα Μπλουζ υπήρξαν κατεξοχήν λαϊκή έκφραση – αφορούσαν τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα των μαύρων, επομένως ο λευκός πληθυσμός τα αγνοούσε. Πουθενά αλλού δεν είχαν τη δυνατότητα οι μαύροι των χαμηλών τάξεων (πρώην σκλάβοι ή απόγονοι σκλάβων) να εκφραστούν, όσο μέσω της μουσικής τους – και η έκφρασή τους ήταν ωμή, βαθιά ρεαλιστική, γελοιοποιώντας κάθε στερεότυπο, κάθε καρικατούρα που έτρεφε γι’ αυτούς ο έξω κόσμος.
Βαθιά συναισθηματικά, τα μπλουζ έδιναν μεγαλύτερη έμφαση στο τραγούδι, παρά στη μουσική. Στους στίχους, όχι στις νότες. Σκοπός τους να εκφορτίσουν τον πόνο από τις κακουχίες μιας ζωής και μέσω της μουσικής, να αγγίξουν κάποια μορφή απελευθέρωσης. Μιλώντας για ξοδεμένους έρωτες, για στέγες δίχως ζεστασιά, για καρδιές περιπλανώμενες, για φτωχικές φωλιές, για τον κάματο της εργασίας, για την παρήγορη ζεστασιά του αλκοόλ και των αναλώσιμων γυναικών, τα μπλουζ υπήρξαν η γνησιότερη καταγραφή μιας εποχής. Μα σκοπός τους δεν ήταν να τραγουδηθεί η θλίψη – μα να δοθεί κάποια κάθαρση μέσω της μουσικής. Τραγουδώντας τα μπλουζ, απελευθερώνεσαι απ’ αυτά – ξορκίζεις το δαίμονα και η διάθεσή σου φτιάχνει. Και αυτή ακριβώς την καθαρτική διάσταση των Blues την αισθανόμαστε και σήμερα, όταν ακούμε αυτή τη μουσική – νιώθουμε λες και έχουμε βρει έναν καλό φίλο που μας καταλαβαίνει.
Δεν είναι τυχαίες εξάλλου οι ομοιότητες με τα δικά μας ρεμπέτικα τραγούδια και όποιος ασχοληθεί περισσότερο με την ιστορία των δύο μουσικών θα εκπλαγεί, συνειδητοποιώντας πόσο κοντά βρίσκονται μεταξύ τους – σαν αδέρφια χαμένα από καιρό, που βρίσκονται ξανά.
Ξεκίνησαν από το Δέλτα του Μισσισσιπί και ευδοκίμησαν πρώτα στις αγροτικές περιοχές· για τον λόγο αυτόν τα πρώιμα Μπλουζ ονομάζονται “Delta Blues” ή “Country Blues”|. Μια κιθάρα, ενίοτε ένα μπάντζο, και ένας περιπλανώμενος, ως συνήθως, μουσικός. Κάπως έτσι άρχισαν. Ανάμεσα στους πρώτους τραγουδοποιούς που έγιναν γνωστοί στο ευρύτερο κοινό, στη διάρκεια των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, ήταν ο Blind Lemon Jefferson, το ωμό στυλ του οποίου χαρακτήριζε το σύνολο των παλαιών μπλουζμεν· ο Charley Patton (Τσάρλι Πάτον), μια βασανισμένη φωνή και μια περίτεχνη κιθάρα, τα κόλπα της οποίας μιμήθηκε πολλές δεκαετίες μετά ο Jimmy Hendrix· o βαθιά συναισθηματικός Eddie “Son” House, προκάτοχος της slide κιθάρας· και ο Robert Johnson – η μεγαλύτερη φυσιογνωμία όλων.
Στην περίπτωση του Ρόμπερτ Τζόνσον η αφήγηση της πραγματικότητας σμίγει με το μύθο και συχνά είναι δύσκολο να διακρίνουμε τα όριά τους. Είναι ο αρχετυπικός Μπλουζμαν, ο Περιπλανώμενος με παρέα τη Σκιά και την Κιθάρα του, ένα μπουκάλι ουίσκι στο χέρι, γυρίζοντας τις πολιτείες του Νότου, παίζοντας σε νυχτερινά στέκια, αποπλανώντας τις γυναίκες, συνάπτοντας συμμαχία με το διάβολο. Εκείνος που μετέφερε όπου και αν πήγαινε το στίγμα και την ευλογία των Μπλουζ. Όσο αφορά τις ηχογραφήσεις του κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 30; Αρκεί να αναφέρουμε πως συνιστούν τη ραχοκοκαλιά της μεταγενέστερης Ροκ μουσικής.
Περισσότερα για τον Ρόμπερτ Τζόνσον και τον περίφημο μύθο (ή μήπως ήταν πραγματικότητα;) της συνάντησής του με τον διάβολο.
Hellbound on my Trail: Ο Robert Johnson και ο Διάβολος
Τα Μπλουζ ήταν απ’ τη φύση τους περιπλανώμενα, αδύνατο να περιχαρακωθούν σε στενά όρια και κλεισμένα σύνορα. Κάποια στιγμή λοιπόν, στο μεταίχμιο των δύο αιώνων, πρόσφυγες από τον Μισσισσιππή έφεραν τα Μπλουζ στη Νέα Ορλεάνη – μια πολιτεία που ξεχείλιζε ορχήστρες και μπάντες από χάλκινα και πνευστά μουσικά όργανα. Ήταν ζήτημα χρόνου να αρχίσουν οι τελευταίες να ενσωματώνουν στοιχεία απ’ τα Blues στη μουσική τους… και κάτι καινούργιο είχε πλέον γεννηθεί.
Κάποια στιγμή θα εμφανιζόταν και ένας πρωτοπόρος – κάποιος εκφραστής του αναδυόμενου ρεύματος, στη μορφή του οποίου σμίγουν το παλιό με το καινούργιο. Ήταν 1903 όταν, σύμφωνα με την αφήγησή του, ο William Christopher Handy (γνωστότερος ως W.C.Handy) άκουσε ένα μουσικό στο Δέλτα του Μισσισσιπή να παίζει κιθάρα με ένα μαχαίρι, σε κάποιο σταθμό τρένου. Ο Handy, γνώστης της ευρωπαϊκής μουσικής παράδοσης, εντυπωσιάστηκε από τον αυθορμητισμό, τη γνησιότητα και την απλή, μα λειτουργική φόρμα του νέου αυτού ήχου – ο λόγος φυσικά για τα Μπλουζ. Αποφάσισε λοιπόν να καταγράψει για πρώτη φορά αυτή τη μουσική, ενσωματώνοντας τη στους υπάρχοντες ρυθμούς του Ράγκταϊμ, συνδυάζοντάς τη με στοιχεία της κλασικής παράδοσης. Για πρώτη φορά καταγράφτηκε σε χαρτί η περίφημη Φόρμα των Μπλουζ, η κλασική μορφή της οποίας ήταν το επαναλαμβανόμενο δωδεκάμετρο μοτίβο και οι ξακουστές Μπλε Νότες (Blue Notes).
Και για πρώτη φορά το λευκό κοινό των πόλεων έμαθε τη νέα μουσική – αρκετά διαφοροποιημένη από το αυθεντικό πρωτότυπο, περισσότερο καλογυαλισμένη, λιγότερο γνήσια ίσως… μα τα μπλουζ ήταν εκεί, έστω μεταμφιεσμένα. Ο Γουίλιαμ Χάντι χαρακτηρίστηκε «Πατέρας των Μπλουζ», χαρακτηρισμός σαφώς υπερβολικός· μα αν δεν δημιούργησε ο ίδιος τα Μπλουζ, ο ρόλος του στην καταγραφή, στην εξάπλωση και στην μεταγενέστερη αποδοχή τους, υπήρξε καθοριστικός. Τα μεταμφιεσμένα μπλουζ του Χάντι μπολιάζονταν με τις δημοφιλείς μουσικές και τις ορχήστρες των καιρών, παραδίδοντας συνθέσεις όπως το “Memphis Blues” που αναφέραμε πριν, στους ήχους του οποίου χορευόταν το Φοξ Τροτ.
Μα η μεγαλύτερη απ’ όλες τις συνθέσεις του Χάντι ήταν το μεγαλειώδες “Saint Louis Blues”, το οποίο είδε για πρώτη φορά το φως του κόσμου το 1914 – και εδώ ερχόμαστε σε μια σημαντική καμπή για την ιστορία της μουσικής. Το “Saint Louis Blues” καθιερώθηκε ως ένα από τα περισσότερο διασκευασμένα τραγούδια στην ιστορία της μουσικής, ενώ υπήρξε παράλληλα το 2ο περισσότερο ηχογραφημένο τραγούδι του πρώτου μισού του 20ου αιώνα – πίσω μόνο από την «Άγια Νύχτα»!